- αιολόβουλος
- αἰολόβουλος (-ον) (Α)πανούργος, δόλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + -βουλος < βουλή «θέληση, απόφαση, σχέδιο, σκοπός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰολόβουλος — wily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλον — αἰολόβουλος wily masc/fem acc sg αἰολόβουλος wily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλα — αἰολόβουλος wily neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλε — αἰολόβουλος wily masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόβουλοι — αἰολόβουλος wily masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek